τρίρριζος

τρίρριζος
τρί-ρριζος, ον,
A with three roots,

ὀδόντες Gal.2.753

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρίρριζος — ον, Α αυτός που έχει τρεις ρίζες («ὀδόντες τρίρριζοι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. ὀκτά ρριζος] …   Dictionary of Greek

  • τρίρριζοι — τρίρριζος with three roots masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”